- κοινώνημα
- κοινώνημα, τὸ (Α) [κοινωνώ]1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση2. γνωστοποίηση3. κοινή επιχείρηση4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση5. σημείο εφαρμογής6. συνάφεια, σχέση7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματαοι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Dictionary of Greek. 2013.